- αρχιπροφήτης
- ἀρχιπροφήτης, ο (θηλ. -φῆτις, η) (AM)ο πρώτος, ο μεγαλύτερος προφήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχιπροφήτης — chief prophet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιπροφήτην — ἀρχιπροφήτης chief prophet masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιπροφήτου — ἀρχιπροφήτης chief prophet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιπροφήτῃ — ἀρχιπροφήτης chief prophet masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԳԱՐԷԱՊԵՏ — (ի.) NBH 2 0218 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ա.գ. ἁρχιπροφήτης summus, vel primus propheta, princeps prophetarum. Մակդիր մովսէսի, որ եղեւ նախամարգարէ եւ գլուխ մարգարէից. *Մարգարէապետն եւ հրաշապետն (այսինքն պետն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)